ΠΟΡΝΗ Ή Η ΚΑΤΑΧΟΛΙΑΣΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Το έργο ανακτάται με scanning από κακογραμμένο κείμενο. Δίνεται η άρτι ανακτηθείσα πρώτη από τις πέντε πράξεις. Οι υπόλοιπες θα δοθούν εν καιρώ.
Π 0 P N H
ή
Η ΚΑΤΑ ΧΟΛΙΑΣΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙA
[ΤΟ (ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ)ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ]
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Τόπος: ουρανός
Χρόνος: της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη
Πρόσωπα:Θεός, Αδάμ, Γαβριήλ, Εωσφόρος, Εύα, Πόρνη.
ΘΕΌΣ
Να ‘μαι μονάχος πάλι να βαδίζω.
Να ‘μαι μονάχος πάλι να κοιμάμαι.
Μόνος στον κήπο μου να περπατάω
Kαι να μετράω αργά τα βήματά μου.
Και oι στρατιές κοντά μου των αγγέλων
να ψάλλουν...και να ψάλλουν...και να φάλλουν...
ΣΙΩΠΗ!
(Οι φαλμωδίες σταματούν)
Βαρέθηκα τις ψαλμωδίες.
Κι η ησυχία όμως με βουρλίζει.
Είμαι αθάνατος. Και είμαι αιώνιος.
Είμαι ο άναρχος θεός ο Μέγας.
ο Ένας και ο πάντοτε υπάρχων.
Kαι στους αιώνες μένω των αιώνων
Μόνος στο ουράνιο μου το σπίτι μέσα.
Μες στην ουράνια μόνος μοναξιά μου.
Η Μοναξιά! Το ανήμερο θηρίο
Που ό,τι θάλλει εκείνη το μαραίνει.
Μα ποιος από τους άλλους τη γνωρίζει;
Κι αν κάποιος τήνε γνώρισε, ποιος είναι
που όπως εμέ τόνε κατέχει αιώνια;
A! Της ψηλότερης κορφής μονάξα!
Kαι ΤΙ δε θα ‘δινα να μη σε νιώθω!
Ειν' η μονάξα του θεού η παρέα...
Μα να ‘τανε μονάχα αυτή! Oι έγνοιες
που μου παιδεύουν το σοφό το νου μου
Eίναι περσότερες από τους κόκκους
που ‘βαλα μες στα βύθη της θαλάσσης.
Γιατί από μένα όλα περιμένουν.
Αμ οι ανάγκες που ‘χω και οι χρείες;
Και να σκεφτείς ότι θα πουν για μένα
πως τάχα είμ’ ένα Όν χωρίς ανάγκες.
Πόσο πολύ να μη με ξέρουν πρέπει
για να μπορέσουνε κι αυτό να πούνε.
Να ‘σαι θεός μεγάλη δυστυχία...
Και μ' έχουν όλ' αυτά πολύ κουράσει.
Tι να την κάνω εγώ την αιωνιότη
Αφού βαριεστημάρα μ' έχει αδράξει
Και τόσο είμαι απογοητευμένος;
Φαίνεται να γερνάω έχω αρχίσει.
Φορές μου φαίνεται πως με την πρώτη
Αναποδιά που θα βρεθεί μπροστά μου
θα καταρρεύσω. Τόσο χάλια νιώθω.
Ενώ ο Εωσφόρος...σαν παιδάκι...
Tι κάνει ο άτιμος και δε γερνάει-
Πουλάει την ψυχή του στον εαυτό του;
Μα βέβαια! Τι έγνοιες να ‘χει εκείνος...
To μόνο βάσανό του είναι το πότε
θα διώξει εμένα για να κυριαρχήσει.
Τουλάχιστον αυτός σκοπό έχει κάποιον.
Όμως εμέ ποιος είναι ο σκοπός μου;
Το Τίποτα η Ουσία μου γεμίζει
Και νόημα παίρνουν από μένα όλα.
Εγώ όμως από ποιόνε νόημα παίρνω;
0 προορισμός ποιός είναι ο δικός μου;
A! Mα το ξέρω: είναι να υπάρχω
και όλα μέσα μου να συντελούνται.
Όμως γιατί-γιατί να συντελούνται;
Γιατί όλη ετούτη η ιστορία;
Ούτε όταν Πνεύμα ήμουν και γυρνούσα
Κι η Χαρη όλη κι όλη μου η Δόξα
Σε με και από με πηγαινοερχόταν,
Ούτε σα θέλησα μορφή ν' αλλάξω
και σάρκινη υπόσταση να πάρω-
Και πριν και τώρα τίποτα δεν ήρθε
στην ύπαρξή μου δίκιωση να φέρει.
Και πώς να ‘ρθεί αφού δεν το ‘χω φτιάξει.
Ναι. Φαίνεται πως όλα όσα έχω
Στον γύρω χώρο μου δημιουργήσει
δεν ήτανε αυτά που μου ταιριάζαν.
Αλλά εγώ το δίχως άλλο φταίω,
που ζήτησα τη γνώμη των αγγέλων.
Όταν τους γνώρισα την πρόθεσή μου
Δεν περιμένανε λες τίποτ' άλλο
Και: "φτιάξ’ τον ουρανό", «φτιάξε τ' αστέρια»
"Φτιάξε τη γη" και "φτιάξε το φεγγάρι»
Ολο παραγγελιές τέτοιες μου δίναν
Σαν δλα έτοιμα από πριν να τα ‘χαν.
Κι εγώ τους άκουγα, γιατί παιχνίδι
ωραίο ήτανε να πλατσουρίζω
μες στα νερά και λάσπες να ζυμώνω.
Και ούτε όχι να τους λέω δε θέλω.
Ακόμα κι όταν μου ‘φερναν τα σχέδια
Για κάθε τι, κάτι μικροδιορθώσεις
Μονάχα έκανα, και τίποτ' άλλο.
"Και τώρα πα' στη γη φτιάξε κοιλάδες.
Kαι ποταμούς. Και θάλασσες. Και όρη".
Kαι τα ’φτιαξα κι εγώ-τ’ είχα να χάσω.
Kι αφού όλ' αυτά τα είχα τελειωμένα
Ήρθε μια μέρα ο Γαβριήλ και μού ’πε
πως είναι κρίμα όλ’ αυτά μονάχα
Να τα χαιρόμαστε εγώ κι οι αγγέλοι:
"Φτιάξε ζωή πάνω στη γη", μου λέει.
"Κάνε να χαίρονται κι άλλων τα μάτια
To θάμα αυτό εκτός απ' τα δικά μας".
Kαι του ’κανα τη χάρη κι ησυχάσαν
Κι ο Γαβριήλ κι οι πάλλευκες στρατιές μου.
Kαι παλι τίποτα δε μου ζητήσαν.
Φυτά και ζώα πολύ τους διασκεδάζαν
Kαι παίζανε μαζί τους και γελούσαν.
Εγώ αφού τα χάζεψα λιγάκι
πάλι εκλείστηκα στη μοναξιά μου-
Κτήνη που τίποτα δεν ενογούσαν•
Ετσι κι εγώ έπλασα τον Αδάμη•
Ήθελα κάποιον να μιλώ μαζί του
Κι όχι πρωί και βράδυ να με ψέλνει•
Κι ήθελα κάποιονε που να μου μοιάζει.
Καλή κουβέντα! Να τ’ ήθελα να ’χω!
Και συντροφιά για να περνά η ώρα
Της ατελείωτης της μοναξιάς μου
Μέσα στο τέλμα της αθανασίας•
Αυτό ενόμιζα μόνο πως θέλω•
Χωρίς λοιπόν κανέναν να ρωτήσω
έπλασα τον Αδάμ• Χαμένος κόπος•
Έξυπνος είναι και καλός, δε λεω•
Και κουβεντιάζει όμορφα κι ωραία-
κι αλλιώς βέβαια να ’ταν δεν μπορούσε
Αφού είν’ εικόνα μου κι ομοίωσή μου.
Μα πάλι ικανοποίηση δε βρήκα•
κάτι μου λείπει που κι εγώ ακόμα
θεός κι ας είμαι, τ’ είναι δεν το ξέρω.
Αλλά σε ποιον να πω και τι συμβαίνει:
Ότι θεός εγώ και όμως πλήττω;
Όμως και τον Αδάμ δεν τόνε βλέπω
Να ‘ναι χαρούμενος όσο το αξίζει
ο κόσμος που τριγύρω του απλώνει.
Έρχεται, κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
Μα η κουβέντα ούτε αυτόν γεμίζει.
Και φεύγει από κοντά μου λυπημένος.
Μα να που πάλι έρχεται να μ' έβρει.
(στον Αδάμ που πλησιάζει)
Καλώς τον τόν Αδάμ.
ΑΔΑΜ
Καλώς σε βρήκα.
ΘΕΌΣ
Πώς πέρασες τη μέρα σου; Ωραία;
ΑΔΑΜ
Τη μέρα τη δική σου πες. Εσύ ‘σαι
Τη μέρα και τη νύχτα που ‘χεις φτιάξει,
Καθώς και μένα κι όληνε την πλάση.
ΘΕΌΣ Ωραία. Τη δική μου την ημέρα.
Πώς την επέρασες;
ΑΔΑΜ
Όπως συνήθως.
Μες στα δρομάκια εβάδισα του κήπου,
Εθαύμασα τον ήλιο ν’ ανατέλλει,
Συντρόφεψα τα ζώα μες στο δάσος,
Έφαγα λίγα απ' τα πολλά τα φρούτα,
Κοιμήθηκα τ' απόγεμα λιγάκι,
Και να, επέρασε και τούτη η μέρα.
ΘΕΌΣ
Kαι σήμερα όμως άκεφο σε βλέπω
καθώς συνήθως τώρα τελευταία.
ΑΔΑΜ
Και βέβαια. Πώς ήθελες να είμαι;
Όλο τα ίδια βλέπω και ακούω.
Tον κήπο μας τον ξέρω πλέον απέξω•
είναι καλός, δε λέω. Η πρασινάδα,
Τα δέντρα τα ψηλά και τα μεγάλα,
οι θάμνοι, τα ρυάκια, τα λουλούδια,
Τα ζώα που όλο παίζουνε μαζί μου…
Μα τα βαρέθηκα ολ' αυτά και θέλω,
έτσι όπως μ1 έκαμες να με χαλάσεις.
ΘΕΌΣ
Ωραία όλα τα ‘χεις κανονίσει.
Μα δε ρωτάς και τη δική μου γνώμη.
Ο,τι έφτιαξα καλά είναι καμωμένο
Κι είναι καλό αφού σε μένα αρέσει.
Δε βλέπω το γιατί να σε χαλάσω.
ΑΔΑΜ
Γιατί δεν έχω τίποτα να κάνω.
Γιατί τα γνώρισα όλα. Γιατί έχω
και σένα και τον όμορφό σου κήπο
τελείως βαρεθεί. Και γιατί θέλω
η ιστορία αυτή να τελειώσει.
ΘΕΌΣ
Καταλαβαίνω την κατάστασή σου.
Γιατί κι εγώ Αδάμ-το λέω σε σένα
Που είσαι φίλος μου-το ίδιο νιώθω•
Αθάνατος, αιώνιος και μονάχος.
Για σκέψου. Μοναχός μου μες στον κόσμο,
Χωρίς κανένανε να του μιλήσω.
Εσύ μπροστά στα χρόνια τα δικά μου
Είσ’ ένα νήπιο. Κι εβαρέθης κιόλας;
Να σε χαλασω! Ο εγωϊσμός σου
Να μ' αγνοείς ολότελα σε σπρώχνει.
Δε σκέφτεσαι και πάλι πως θα μείνω
Mονάχος μου στα χάη των Συμπάντων.
Αδαμ βαδίζουμε τον ίδιο δρόμο.
KL αν και πολύ δε με βοηθάς, ωστόσο
Καλλίτερα κανείς να ‘χει παρέα,
Παρά μονάχος, έρημος να υπάρχει.
Όλα σού τα ‘χω δώσει. Κι ούτε πόνους
ούτε ποτέ αρρώστιες δε θα νιώσεις,
Ούτε του θάνατου το κρύο λεπίδι.
Απόλαυσε αυτά σου τα προνόμια
Kαι χαίρου τη ζωή που σου ‘χω δώσει.
Oι άγγελοι δε σου κάνουνε παρέα;
ΑΔΑΜ
Μου κάνουνε. Μα όληνε την ώρα
θέλουν να τραγουδούν ύμνους σε σένα.
Και θέλουνε κι εγώ να κάνω το ίδιο.
Kαι μεν’ αυτό μ’ αρέσει, πέρα όμως
Από ‘να όριο, βαρετό μού μοιάζει.
Έτσι και των αγγέλων η παρέα
Στο τέλος καταντάει βαρεμάρα.
ΘΕΌΣ
Δίκιο σου δίνω στα παράπονά σου.
To να σε πλάσω έλεγα πως θα ‘ναι
Καλό και για τους δυο μας. Αλλά όχι.
Δεν είχε για κανέναν μας ωφέλεια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Κάθε τι που ‘γινε, τις ρίζες του έχει
Σε μια στιγμή του περασμένου χρόνου.
Kαι σε μιαν άλληνε στιγμή τελειώνει.
Μα όταν ένας πιάνει να δηγάται
Των δυο στιγμών ανάμεσα το μήκος,
Οσα γνωστά να παραλείπει πρέπει
KΙ όσα δεν ενδιαφέρουν να ξεχνάει.
Έτσι κι εγώ δε θα σας πω τα λόγια
Που στον Αδάμ ε(πε ο θεός να δείξει
Πόσα καλά στη ζήση του ‘χει δώσει,
Ούτε τα λόγια του Αδάμ θα γράψω
Που ευχαριστώντας είπε στο θεό του,
Αλλά θα πω πού έφτασε η κουβέντα
Αφού ό,τ’ είπαν είπαν ένας κι άλλος.
ΘΕΌΣ
Γι αυτό Αδάμ πέρασε απ’ το μυαλό μου
Να φτιάξω ένα κήπο πιο μεγάλο
για σένα και σε κείνον να σε βάλω.
Περσότερα τα ζώα και τα φυτά του,
Πιο πλούσια τ' άνθη του και τα νερά του.
Και σκέφτομαι τη μέρα να μικρύνω
Που πιο πολύ τη νύχτα να κοιμάσαι
Kι εύκολα ομορφιά να μη χορταίνεις.
ΑΔΑΜ
Περσότερες ημέρες θα βαστάξει
κι η περιέργεια κι η περιήγηση μου,
μα πάλι θε’ μου η ανία θα ‘ρθει.
Σε ικετεύω θε μου-χάλασέ με.
ΘΕΌΣ
Θέλεις να φτιάξω –τα νερά σ’ αρέσουν;-
ένα ποτάμι ατέλειωτα μεγάλο
Και να σου δώσω μια μικρή βαρκούλα
Να μπαίνεις μέσα της όποτε θέλεις;
Θες ένα ζώο μεγάλο να σου φτιάξω
Στην πλάτη του γοργά να σε πηγαίνει
για όμορφα ταξίδια μες στον κήπο;
Θέλεις φωνή να δώσω στα πουλάκια
Και να μιλάς μαζί τους αν δε θέλεις
Με μένα να μιλάς;
ΑΔΑΜ
Όχι θεέ μου.
Έχω ποτάμια και πουλιά και ζώα.
Και στο ποτάμι μέσα ένα ξύλο
έριξα και βαρκούλα το ‘χω κάνει.
Και τα πουλιά μου κελαηδούν. Και ζώα
Πολλά καβαλικεύω και με πάνε.
Ανώφελα όλα. Θε μου χάλασέ με.
ΘΕΌΣ
0 θεός μονάχα φτιάχνει. Δε χαλάει.
Κι αφού να βρούμε δεν μπορούμε λύση
θα πω να ‘ρθούν μπροστά μας οι αγγέλοι
Που ξέρουν και καλά με συμβουλεύουν
Να δω τι θα μου πουν. Μπορεί εκείνοι
Καινούργια μιαν ιδέα να μας δώσουν
Που απ’ το αδιέξοδό μας να μας βγάλει.
ΓΑΒΡΙΗΛ!
ΓΑΒΡΙΗΛ
(φωνή του απέξω)
Τ’ είναι θεέ;
ΘΕΌΣ
Σε θέλω. Έλα!
(Μπαίνει ο Γαβριήλ)
Γαβριήλ, ο κόσμος μου ο στηριγμένος
Απάνω στα σχεδιά σας, δε μ' αρέσει.
Δε σε κατηγορώ. Εγώ είμ' εκείνος
Που τα ‘κανα όλ’ αυτά, γιατί εβρήκα
Σωστά τα σχέδια που μου είχες φέρει.
Mα o Αδάμ σ' αυτό τον κόσμο πλήττει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Με συμπαθάς αλλά δική σου σκέψη
Κι έργο δικό σου ο Αδάμ θεέ μου.
ΘΕΌΣ
Σου ‘πα πως δε σου ρίχνω κατηγόρια.
Μα τώρα δα ζητώ τη συμβουλή σου.
Κάτι για τον Αδάμ πρέπει να κάνω
Γιατί ευχαρίστηση δε βρίσκει λέει
Στον κήπο πια. Λέει πως πλέον έχει
όλες του βαρεθεί τις ομορφάδες.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Καλά τον βλέπω τώρα τελευταία
Να κάθεται μονάχος σε μιαν άκρη
Και σα να συλλογιέται. Και μια μέρα ,
Να κλαίει τον είδα λάθος αν δεν κάνω.
Παραξενεύτηκα γιατί θαρρούσα
Μου είχες πει πως είναι κατ' εικόνα
Kαι καθ’ ομοίωσή σου ποιημένος.
ΘΕΌΣ
Είναι. Δεν έκλαιγε. Καλά δεν είδες.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Λοιπόν...δεν είμαι ο μόνος που τον είδα.
Μαζί μου ήτανε κι o Εωσφόρος.
Και μου ‘πε πως κι αυτός έχει προσέξει
Πως, λέει, ο Αδάμ στενοχωριέται.
Αν είναι δυνατόν...Στον κήπο μέσα...
ΘΕΌΣ
Να ξέρεις δεν μπορείς-εσύ 'σαι πνεύμα-
πώς σκέπτεται ο Αδάμ ο χωματένιος.
Και μην ξεχνάς ότι θεός δεν είσαι.
Κράτα λοιπόν τα συμπεράσματά σου
και τις εκπλήξεις για τον εαυτό σου.
Θέλεις-μάλλον μπορείς- να με βοηθήσεις;
Τί άρχισες τις ιστορίες πάλι;
Περιορίσου σ' ό,τι σου ζητάω.
ΓΑΒ
Αυτό κάνω θεέ• Κι αν τον Εωσφόρο
Στην ομιλία μου έχω αναφέρει
Είναι γιατί μου είπε πως γνωρίζει
τι λείπει απ’ τον Αδάμ και πως εκείνος
Μπορεί να βρει στο πρόβλημά του λύση.
Μα σημασία δεν του είχα δώσει.
Ούτε τον ρώτησα τι εννοούσε.
Όμως με κάλεσες εσύ και βλέπω
Πως θεία είναι βούληση δικιά σου
Να διώξεις του Αδάμ τη στενοχώρια.
Γι, αυτό το θάρρος παίρνω και στο λέω.
ΘΕΌΣ
Τράβα λοιπόν να μου το ‘νε φωνάξεις.
To προικισμένο κόβει το μυαλό του.
Αλήθεια, αυτός μπορεί να μας βοηθήσει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Πηγαίνω.
(βγαίνει)
ΘΕΌΣ
(μιλώντας στον εαυτό του)
Αν και δεν του ‘χω εμπιστοσύνη
Μα το μυαλό του κατεβάζει ιδέες.
Μα όμως πρέπει να τόνε προσέχω-
όποτε δυσκολίες είχα κάπου
Αυτός για όλα ήταν η αιτία.
Και ύστερα μου ζήταγε συγγνώμη.
Κι εγώ τι- να ‘κανα... τον συγχωρούσα.
Και τώρα ακόμα που ‘πλαθα τον κόσμο
όλο κι ερχότανε και μου γινόταν
Στο πλάσιμο να με βοηθήσει. Όμως
δεν του το επέτρεψα γιατί εφοβόμουν
πως κάποια ζαβολιά θα μου σκαρώσει.
Και τον κυνήγησα. Αλλά δε θέλω
Να τόνε χάσω κι από σύμβουλό μου.
Μα να ‘τος που ‘ρχεται! Γειά σου Εωσφόρε!
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Θεέ μου χαιρετώ. Στις διαταγές σου.
ΘΕΌΣ
Έχεις προσέξει ο Αδάμ πως πλήττει.
Μου το ‘πε ο Γαβριήλ. Και μου ‘πε ακόμα
Πως κάποιο σχέδιο έχεις στο μυαλό σου
Που την ανία του θα θεραπεύσει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Είναι πολύ απλό.
(στον Αδάμ)
Έχεις προσέξει
Αδάμ, ότι φορές φορές τα ζώα
Το ‘να με τα’ άλλο σμίγουν και κολλάνε,
Και λίγο μένουν έτσι πριν χωρίσουν;
Και μετά λίγες ώρες ή και μέρες
πάλι συσμίγουνε-παλι κολλάνε;
ΑΔΑΜ
Ναι. Το ‘χω δει. Λοιπόν και τι με τούτο;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αυτή ‘ναι όλη τους η ευτυχία.
ΑΔΑ
Δεν είν' αλήθεια αυτό που λες. Γιατί έχω
Πολλές φορές κι εγώ επάνω ανέβει
Σε ζώα ένα σωρό, και άλλα τόσα
παίρνω στην αγκαλιά μου και χαδεύω.
Τα σφίγγω και με σφίγγουνε, μα όμως
Καμία ευτυχία έτσι δε νοιώθω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αδάμ Αδάμ δουλεύει το μυαλό σου
Μα όχι όπως πρέπει. Είδες ποτέ σου
Αγκαλιασμένο λύκο με λιοντάρι;
Είδες ελέφαντα πάνω σ' αρκούδα;
Αδάμ τα ζώα ίδια πρέπει να ‘ναι
Να νιώσουνε αν θέλουν ευτυχία
ME ΤΟ σφιχτό εκείνο αγκάλιασμά τους.
ΑΔΑΜ
Πρέπει λοιπόν το θεό μας ν' αγκαλιάσω;
Μόνος αυτός μου μοιάζει απ' όλα γύρω
Τα ζωντανά τα πλάσματα που βλέπω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όχι Αδάμ. Δεν είναι ο θεός μας
Εκείνος που θα πρέπει ν' αγκαλιάσεις.
Πρέπει να είναι κάποιος σαν και σένα.
Δηλαδή όχι ακριβώς. Ας πούμε
περίπου σαν και σένα. Κι εξηγούμαι:
Αυτό το χωματένιο το κομμάτι
Που κουβαλάς ανάμεσα στα σκέλια
Πολλές φορές δε μεγαλώνει τόσο
Που σ' εμποδίζει και να περπατήσεις
Και που δεν ξέρεις πώς να το βολέψεις.
ΑΔΑΜ
Αλήθεια ναι. Μεγάλο δίκιο έχεις.
Και κάπου θέλω να το βάλω μέσα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Νάτο λοιπόν. Για τούτο και τα ζώα
Κολλούν το ‘να με τ' άλλo-γιατί θέλουν
Μέσα το ένα στ' άλλο έτσι να βάλει
To πράμα που όπως συ έχουν καθένα.
Μα πρόσεξε! Το ζώο που θα βάλεις
Μέσα του το κομμάτι το δικό σου
Μορφή και όψη σαν και σένα θα ‘χει,
Μα κει που εσύ αυτό το πράμα έχεις,
Εκείνο μία τρύπα θα ‘χει αντίς του,
για να μπορείς συ μέσα της να βάζεΙΣ
To πράμ’ αυτό σου όταν μεγαλώνει.
Κι αυτή θα ‘ν' όλη σου η ευτυχία.
Έτσι θα πάψεις να στενοχωριέσαι
ΚΙ η Φύση ωραία τότε θα σου μοιάζει
Και πάντ’ αχόρταγα θα την κοιτάζεις.
ΘΕΌΣ
Λες πως γυναίκα ο Αδάμ γυρεύει;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τι άλλο θε’ μου; Φανερό το πράγμα.
ΑΔΑΜ
Αλήθεια αυτό το πράγμα εδώ πέρα
Σα μεγαλώνει μ' ενοχλεί θεέ μου.
Καλά τα λέει ο Εωσφόρος. Κόψ ‘το.
Έτσι και ‘γω την ησυχία μου θα ‘βρω
Χωρίς κι εσύ σε βάσανα να μπαίνεις
Να κάθεσαι και ταίρι να μου φτιάχνεις.
ΘΕΌ
Όχι Αδάμ. Αυτή δεν είναι λύση.
Αν κάτι μοναχά έχω να κάνω
είναι αυτό που είπε ο Εωσφόρος.
Αφήστε με! Φευγάτε! Θα δουλέψω!
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Μπορώ να σε βοηθήσω...
ΘΕΌΣ
Φύγε είπα!
(Όλοι εκτός από το Θεό βγαίνουν βγαίνουν.)
Αυτό που θα ‘κανα μου ‘πε να κάνω.
Δαιμόνιος. Και του κόβει το ξερό του.
(τέλος της πρώτης σκηνής της πρώτης πράξης)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όταν ακόμα δεν υπήρχε ο κόσμος,
Όταν ακόμα όλα ήταν χαμένα
Μες στην ανυπαρξία και στο κενό τους,
Προτού ακόμα ούτε το σκοτάδι
Ούτε η ευφροσύνη του να είναι,
Σα μες στο Τίποτα δυο Εικασίες
Ακόμα ατέλεστες αναπαυόνταν:
OΙ σπόροι του Απείρου και του Αιώνιου-
Η σκέψη του θεού και η δική μου.
Ώσπου η μια τραβώντας προς την άλλη
αγγίξανε. Και τότε αρχίσαν όλα.
Οι δυο οι Βούλησές μας ορθωθήκαν
Kt άρχισε καθεμιά τους να προβλέπει
και να σχεδιάζει την τροχιά του Χρόνου
Μες στους βαθιούς τους Κύκλους του Απείρου.
Αλλ' απ' τα πρώτα κιόλας βήματά μας
Κι ΟΙ πρώτες μας φανήκαν διαφωνίες.
Όλα εκείνος τα ‘θελε με τάξη.
Άψογη ευθεία την τροχιά του Χρόνου,
Τους κύκλους ένα κέντρο μόνο να ‘χουν
κι όλα κάποια τροχιά ν' ακολουθάνε.
Και σ' ό,τι εκαταπιάστηκε από τότε
Αρμονικό και σύμμετρο το θέλει.
Εγώ την αταξία θέλω σ' όλα.
To ανακάτωμα και την αμάχη.
Δεν ήθελα ο Χρόνος μιαν ευθεία,
Ράθυμα και ανούσια να χαράζει
Και τα κομμάτια του ν’ ακολουθούνε
To ένα τ' άλλο σα σε λιτανεία.
Τον ήθελα να στρέφει και να σπάζει,
Ν' ανακατώνεται και να λυγίζει.
KΙ άσκοπα μπρος και πίσω να πηγαίνει
Χωρίς συνέπεια και χωρίς συνέχεια.
To Απειρο εγώ το ‘θελα να ‘ναι
Πολλές μικρές γωνιές και καθεμιά τους
Στην άλλη να χτυπά. Κι ό,τι στη μία
Θα γίνεται, τ' αντίθετο στην άλλη.
Κι η αρμονία που με αηδιάζει
θέση στους Κόσμους μου καμιά δε θα ‘χε.
Μα υπερίσχυσε η δυναμή του
ΚΙ όπως αυτός τα θέλει, τα ‘χει κάνει.
Εμένα απόμερα με είχε βάλει
Κι αμέτοχον σε όλα με κρατούσε.
Kι όταν τις λεγεώνες των αγγέλων
Έφτιαξε, μόλις που άφησε κι εμένα
Να πλάσω μερικούς που να μου μοιάζουν.
Γιατί το ήξερε πως δεν μπορούσε
Σ’ ένα μεγάλο θέμα όπως εκείνο
Kαι τη δική μου ν’ αγνοεί εξουσία.
Κι έβαλα τους αγγέλους μου και του ‘παν
Κι έφτιαξε ύλη και μ' αυτή τον κόσμο.
Αλλά κι εδώ έκανε τα δικά του.
Τα σχέδια τ’ άλλαξε που του ‘χαν πάει
KΙ όλα και πάλι άνοστα γινήκαν.
Μα κάτι πρέπει να ‘χω κα δικό μου-
Κάπου το στρατηγείο μου θα πρέπει
Κι εγώ να στήσω. Θέλω να ορίζω
Κι εγώ μία γωνιά σ’ αυτό τον κόσμο.
Αυτός ο κήπος είναι ό,τι πρέπει
KΙ αυτόνε στο μυαλό μου έχω βάλει
για βασίλειό μου και γιά ορμητήριο
για ΤΙΣ επόμενές μου τις κινήσεις.
Ποτέ δεν πρόκειται να ησυχάσω
Τη δύναμη απ’ τα xέρια του αν δεν πάρω
KΙ αν μες στον κόσμο εγώ δεν αφεντέψω.
Νομίζω αρκετά τον έχω αφήσει,
Να κάνει το δικό του. Η σειρά μου.
Kαι δε βαδίζω στα τυφλά. Έχω κάνει
με το μυαλό το εωσφορικό μου
αλάνθαστο ένα-ένα τέλειο σχέδιο:
Την ώρα που θα φτιάχνει τη γυναίκα
δίπλα του εγώ θα φτιάχνω τη δική μου
Χωρίς εκείνος βέβαια να το ξέρει.
Εβαλα κι έκανε ο Σαφανίας
Στου θεΐκού σπιτιού τον δώθε τοίχο
Μία τρυπούλα, που απ’ αυτήν θα βλέπω
Πώς ο θεός θα πλάθει τη γυναίκα
Και τη στιγμή την ίδια θα σκαρώσω
Και τη δική μου-τη σωστή γυναίκα.
Κι αυτήν αυτί της άλλης θα προσφέρω
Για φάρμακο στου Αδάμ τη δυστυχία.
Και με όχημα εκείνην θα μπορέσω
του ΘΕΌύ την εξουσία να γκρεμίσω.
Μα να! O Γαβριήλ βλέπω να φτάνει.
Και σκεπτικός μου φαίνεται πως είναι.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τι ήτανε πάλι, αυτή σου η ιδέα
γιά σύντροφο του Αδάμ- τι έχεις στο νου σου;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Γαβριήλ πολύ παράξενα με βλέπεις.
Εσύ πες τι έχεις βάλει στο μυαλό σου.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Ξέρεις καλά. Νομίζω ετοιμάζεις
Κάτι κακό μ' αυτή την πρότασή σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αλλά, Γαβριήλ, φιλύποπτος μην είσαι.
Τόσοι καιροί περάσαν από τότε
Που πάψαν με το θεό οι διαφορές μου.
Kαι από τότε ζούμε αγαπημένα
Εγώ κι αυτός, και σεις από κοντά μας.
Νικήθηκα. Κι απόφαση το πήρα
Πως ένας άγγελος κι εγώ θα είμαι.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Στην τάξη δεύτερος μετά 'πο μένα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Μα σ όλα τα υπόλοιπα ο πρώτος.
Και πρώτα στο μυαλό. Έχω ιδέες
Που στη δική σου θέση θα βρισκόμουν
Αν ο πανάγαθος δε με φοβόταν.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Θεός και να φοβάται; Πώς και σου ‘ρθε;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ Τότε γιατί τις εξουσίες όλες
Μου πήρε από τα χέρια μου αφού ξέρει
Καλλίτερος απ’ όλους σας πως είμαι;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Κι αν συμφωνήσω προς στιγμήν μαζί σου
Πως είσαι πράγματι καλλίτερός μας,
Αυτό δε δείχνει φόβο, μα φροντίδα.
Κανέναν δε θ' αφήσει να χαλάσει
Ό,τι με τόση αγάπη έχει φτιάξει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και ποιός θα του το χάλαγε; ΠοΙΟΣ είναι
Που θα ‘θελε μαζί του να τα βάλει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Όποιος τη δύναμη θαρρεί πως έχει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Οι περισσότεροι άγγελοι δικοί του.
Κι αυτοί έχουν τις καλλίτερες ρομφαίες.
Σε μας τις άχρηστες έχει δοσμένες.
Μπορεί αυτός λοιπόν να κινδυνέψει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Φτάνει που θα ‘μπει μόνο στον αγώνα.
Θα ‘ναι και τούτο μια ταλαιπωρία
Και μία έγνοια μες στις τόσες άλλες.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όχι Γαβριήλ. Αυτά περάσαν πλέον.
Η δύναμή μου όλη υποταγμενη
Στη θεία δύναμη. Κι αυτό το ξέρεις.
Τη γνώμη μου όμως όταν μου ζητάει
δεν πρέπει να τη δίνω από φόβο
Μη κάποιος σαν και σένα δυσφορήσει;
Γαβριήλ έχω μυαλό ανώτερό σου
Κι ανώτερο απ’ όλων των αγγέλων-
Έχω μυαλό ισάξιο του θεού μας.
KΙ απόδειξη για τούτο είναι ότι
Πολλές μου συμβουλές πράξη τις κάνει
Τί το κακό μπορείς να βρεις σε τούτο;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τίποτ’ αλήθεια όπως τα λες. Και ούτε
Η παντοδυναμία του θεού μας
Μπορεί να κινδυνέψει από σένα.
Όμως εμέ που μέσα στις δουλειές μου
είναι και το να ξέρω τι σκαρώνεις
Και που από πείρα ξέρω πώς δουλεύει
και πόσο βρώμικος είναι ο νους σου,
Πάντα με υποψίες με γεμίζει
Κάθε καινούργια σου πρωτοβουλία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Α! Γαβριήλ! Eναν πιστό ας είχα
κι εγώ καθώς εσένα έχει εκείνος...
ΓΑΒΡΙΗΛ
Λέω πως δε σου λείπουν οι πιστοί σου.
Μόνο που βέβαια δεν το φανερώνουν.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τη γνώμη δεν μπορώ να στην αλλάξω-
Δε σου την άλλαξα αιώνες τώρα.
Να σε ρωτήσω μόνο θέλω τούτο:
ΚΙ εσύ καλή ιδέα δεν το βρίσκεις
Να ‘χει ένα σύντροφο ο Αδάμ στον κόσμο;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Καλό το βρίσκω μα όχι κι αναγκαίο.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πώς όχι; Δεν τον είδες πόσο πλήττει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Και μ' άλλες ασχολίες θα μπορούσε
Τις άδειες του τις ώρες να γεμίζει'
Τόσα μπορούσανε άλλα να γίνουν.
Μ’ αφού απόφαση ο θεός το πήρε
παύει εμένα να μου πέφτει λόγος.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τώρα μιλάς σωστά. Τώρα στη θέση
Στέκεις αληθινά που σου αξίζει:
Εμείς διατάζουμε, σεις υπακούτε.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Φεύγω γιατί θα τσακωθούμε αν μείνω.
Πάντοτε ΟΙ καλοί θα υποχωρούνε.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τότε ειμ' ο άγγελος της καλοσύνης.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Μάλλον ο υπηρέτης της ανάγκης.
(τέλος της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Η σκηνή χωρισμένη σε δύο μισά. Το αριστερό προς τους θεατές είναι το εργαστήρι του θεού. Το άλλο του Εωσφόρου. Στον χώρο του θεού και του Εωσφόρου από ένας πάγκος με υλικά κατασκευής ανθρώπων. )
ΘΕΌΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας πλάσω τη γυναίκα.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ δύστυχος θα ‘ναι.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ χαμένος θα ‘ναι.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τα’ αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να μ' αρέσει.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που η μορφή της
Από παλιά τα φρένα μου δονούσε.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που μια νέα
Στον κόσμο ολόκληρο πνοή θα δώσει.
Πνοή γεμάτη καλοσύυη θεία.
Πνοή γεμάτη θεία ευλογία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας φτιάξω τη γυναίκα
Που στον Αδάμ τη δυστυχιά θα φέρει.
Που ο Αδαμ μ’ αυτήν χαμένος θα ‘ναι.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που θα φέρει
To θάνατο σ' ό,τι ζωή κατέχει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τ' αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα που μ' αρέσει.
ΘΕΌΣ
Τα πόδια να τη φέρνουν προς τον άντρα.
Kι ωραία πάνω τους για να κρατούνε
Τα κάλλη και τα δώρα του κορμιού της.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα πόδια για να φεύγει από τον άντρα
και κείνος από πίσω της να τρέχει.
και πάνω τους αυτά να κουβαλούνε
Την προστυχιά και τη βρωμιά του κόσμου.
ΘΕΌ
(Φτιάχνει το αιδοίο της)
To άνθος που τον άντρα να ευφραίνει
και δύναμη καινούργια να του δίνει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τ' αγκάθι που τον άντρα θα πονάει
Και πίσω του σαν δούλο θα τον σέρνει.
ΘΕΌ
Και τώρα την κοιλιά. Που θα γεννάει
Ασβηστους πόθους κι ηδονή στον άντρα.
Και πάνω της το τρέμουλο σταλάζω
Της σκοτεινής κι ατέλειωτης λαγνείας.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και τώρα την κοιλιά. Κοίτη απάτης
στης ηδονής το άπατο το ρέμα.
Kαι πάνω στ' άσπρο δέρμα της ορίζω
Προσποίηση, σκοπιμότητα και ψέμα.
ΘΕΌΣ
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ’ άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τους κρυφούς τους λoγισμoύς μου.
Xρυσάφι στα ορφανά του άντρα τα χέρια.
Η πιο γλυκιά στα χείλη του οπώρα.
Kαι όλη την ουσία εντός τους βάζω
Της θείας μου της ύπαρξης. Και χύνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τη λάμψη και τηυ πύρα χίλιων ήλιων.
Kαι του πουλιού το πέταγμα φτερώνω
Στο σείσιμό τους όταν περπατάει.
Kαι στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Του πόθου το γλυκύτερο λουλούδι.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ' άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τον ιστό της δυστυχίας
Που θα γεμίζ’ η ιδέα τους τον άντρα.
Βάρος ασήκωτο στ' αντρίκια χέρια.
Στο στόμα του φαρμακωμένο μήλο.
Και όλη την ουσία μέσα τους βάζω
της άθλιας ύπαρξής μου. Και ξεχύνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τον πόνο και την πίκρα και τη λύπη.
Και την απελπισιά μέσα πετρώνω
Σε κάθε ελπιδαπέλπιδο άγγιγμά τους.
Και στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Την άρνηση και την αχαριστία.
ΘΕΌΣ
Τα χέρια. Για ν' αγγίζουνε τον άντρα
Και σαν φτερό φηλά να τον σηκώνουν.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα χέρια. Για ν' αρπάζουνε τον άντρα
Κι ασήκωτα να τον κρατάνε χάμου.
ΘΕΌΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Μ’ υποταγή, μ' αιδώ και με λατρεία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Και μ’ ένα βλέμμα τους να τον συντρίβουν.
ΘΕΌΣ
To στόμα. Η μιλιά του να χαϊδεύει
Με λόγια βάλσαμο τ’ αυτιά του άντρα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
To στόμα. Αρπαχτικό σαν του κοράκου.
Και κάθε λόγος του πηχτό φαρμάκι.
ΘΕΌΣ
Και νου βάζω στ' ωραίο κεφαλάκι
Που να οδηγάει άσφαλτα τον άντρα
όταν εκείνος δίβουλος θα στέκει.
Κι υπακοή και πίστη το προικίζω.
Και σύνεση. Και περισσή τη γνώση.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Κι άχερα στο κεφάλι της στοιβάζω.
Και στο χαμό να οδηγάει τον άντρα.
Όταν εκείνος άβουλος θα στέκει•
Και το μυαλό της τ' αχεροπλασμένο
Με παραλογισμό κι ανευθυνότη
Και με την προδοσία το προικίζω.
ΘΕΌΣ
Και την ψυχή της δώρα τη γεμίζω.
Δροσιά και χάρη και γλυκιάν αγάπη.
Ντροπή, φιλοτιμία κι ευγνωμοσύνη.
Τόλμη κι αγάπη για το καθε ωραίο.
Κι ευδιαθεσία. Κι υφηλοφροσύνη.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και την φυχή της δώρα τη γεμίζω.
Κακότητα κουφότητα και φθόνο.
Εγωισμό τυφλό κι αγνωμοσύνη.
Τάση κάθε καλό να καταστρέφει.
Και αναξιότητα για την αγάπη.
Και ματαιοδοξία. Και φιλαρέσκεια.
ΘΕΌΣ
Και,προσταγή μου, τούτο το κορμάκι
Να καίγεται ολόκληρο απ τον πόθο.
Και να τον σβει στου άντρα την αγκάλη•
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και στο κορμί που έτσι έχω φκιάοει
Αναισθησία δίνω και ψυχρότη.
Κι όταν ο άντρα; αγκαλιά ζητάει
να μη τη δίνει μα να την πουλάει.
Και το φκιασίδωμα και το στολίδι
να ‘ναι η μόνη ακριβή χαρά του.
ΘΕΌΣ
Και ονομάζω τη γυναίκα Εύα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και ονομάζω τη γυναίκα Πόρνη.
( Ο Θεός ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της Εύας)
ΘΕΌΣ
Πάρε ζωή-ο Αόάμ σε περιμένει.
(Η Εύα ζωντανεύει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της πόρνης)
Πάρε ζωη-ο Αόάμ σε περιμένει.
Πάρε ζωή-σε περιμένει η Πλάση.
(Η Πόρνη ζωντανεύει. Βγαίνουν ο Θεός πίσω
και η Εύα και ο Εωσφόρος μπροστά)
ΕΥΑ
(στον Εωσφόρο)
Μ' έστειλε ο Θεός Αδάμ να σ' έβρω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλώστηνε. Σε περιμένω. Έλα.
(ανοίγει μια μυστική πόρτα που το άνοιγμά της
ξεχύνει σκοτάδι)
Μπες μέσα εκεί και πρόσμενε ώσπου να 'ρθω.
( Η Εύα μπαίνει πέφτοντας έτσι στα σκοτεινά χάη . Ο Εωσφόρος κλείνει την πόρτα
πίσω της. Ακούγεται η φωνή της Εύας όπως
πέφτοντας σε βάραθρο. Ο Εωσφόρος πηγαίνει
πάλι στην Πόρνη)
ΠΟΡΝΗ
Ω! Τι φτεράκια τρισχαριτωμένα!
Πώς θα ‘θελα εγώ να τα φοράω!
Δώστα μου κι ό,τι θέλεις από μένα...
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όπως σε ήθελα μού έχεις γίνει.
Αλλά δε σ’ έπλασα για τον εαυτό μου.
ΠΟΡΝΗ
Ω! Δεν πειράζει. Έλα! Φίλησέ με!
Έλα και το κορμί μου περιμένει
Χάδια ερωτικά και τα φτερά σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ Ακουσ' εδώ ζωντόβολο μια κι έξω.
Τα ψέματά σου δεν περνούν σε μένα.
Είμαι ο πλάστης σου. Αν δε μ' ακούσεις
θα σε χαλάσω όπως σ’ έχω φκιάοει.
Άκου λοιπόν χωρίς να με διακόψεις.
Τη λίγη προσοχή που σου ‘χα δώσει
θέλω στα λόγια μου όλη να τη δώσεις.
Kι αν δε σου μείνει άλλη δεν πειράζει.
Δε θα τη χρειαζόσουν. Λοιπόν άκου.
Κάποτε ο θεός μαζί με μένα
To Απειρο το Σύμπαν κυβερνούσε•
Αλλά με πονηριές και μ' ατιμίες
Κατάφερε από μένανε να πάρει
Όλες τις εξουσίες μου. Και μονάχος
Τους κόσμους από τότε κυβερνάει.
Ότι τ' ανέχομαι όλα προσποιόμουν,
Γιατί δεν είχα τι να κάνω άλλο.
Αλλά κρυφά δουλεύω για να πάρω
Από τα χέρια του την εξουσία.
Kι έχω ένα σχέδιο μέσα στο μυαλό μου
Που το περσότερο έχει γίνει πράξη.
Ο ρόλος ο δικός σου μένει ακόμα
Με τέχνη να παιχτεί για να μου δώσει
Τη δίκαια τη νίκη που μου πρέπει•
Μ’ αν συ ξεστράτιζες απ’ το σκοπό σου
Χαμένα θα ‘ταν όλα. Κι όχι μόνο.
αλλά και συ μαζί τους θα χανόσουν.
Κοίτα λοιπόν τριγύρω-κι αν σ’ αρέσει
Να υπάρχεις, τότε βαλ' τα δυνατά σου
Kι ό,τι σου πω βρες τρόπο να το κάνεις.
ΠOPΝΗ
Μ’ αρέσει-ναι, που μ' έπλασες-μ' αρέσει.
Kαι αγαπώ και τη ζωή και σένα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πρέπει να μ’ αγαπάς.’Τι σ’ έχω πλάσει…
Kαι να με λίγα λόγια το σχέδιό μου:
Μες στο μυαλό έχω βάλει των αγγέλων
κι είπανε του θεού τη γη να πλάσει.
Kαι σύντροφο γυναίκα να του δώσει.
Κι έπλασε ο θεός την Εύα. Όμως
την ίδια ώρα εγώ έπλαθα εσένα.
Kαι τη μορφή εκείνης σου ’χω δώσει.
Θεός κι Αδάμ δική τους σε θαρρούνε.
Αυτό το πιο μεγάλο σου είναι όπλο.
Τέλεια σου τα ’χω ετοιμασμένα όλα.
ΠΟΡ
Κι η Εύα;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πάει αυτή• στα σκότη εχάθη.
Δεν άκουσες πριν λίγο τη φωνή της;
ΠΟΡΝΗ
Την άκουσα και μια χαρά είχα νιώσει
Γιατ’ ήτανε φωνή φρίκης και τρόμου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Έτσι λοιπόν αντίζηλο δε θα ’χεις.
Μα χρόνο ας μη χάνουμε με τούτα.
Πρέπει ο θεός τις τόσες αδικίες
Που μου ’κανε, γοργά να τις πληρώσει.
ΠOPΝΗ
Αλλά εγώ ακόμα ούτε τον είδα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Γρήγορα θα τον δεις. Σήμερα κιόλας.
Θα τον γνωρίσεις απ' την ασκημιά του
Kι από το σκήπτρο που κρατεί στο χέρι.
Όσο για «πώς», σου έχω τα όπλα δώσει
που δέκα θεούς μπορούνε να νικήσουν.
Στο χέρι σου καλά να τα δουλέψεις.
Λοιπόν, όταν χωρίσουμε σε λίγο,
δύσκολα ευκαιρία θα βρούμε άλλη
γιά να μιλήσουμε κρυφά οι δυο μας.
Ο τόπος έχει σπιούνους του γεμίσει.
Kι απ’ όλους τους αγγέλους τους δικούς μου
θα εμπιστεύεσαι-μοναχα έναν-
Το Σαφανία, τον υπαρχηγό μου.
Kαι να το πρώτο ποιό είναι μάθημά σου.
Θα είσαι o πιστός μου υπηρέτης.
Και θα ξεχάσεις έρωτες μαζί μου.
Για τώρα αλλιώς θα με υπηρετήσεις.
Κι άκου το δεύτερο το μάθημά σου:
Ενώ είσαι κι όνομα και πράμα Πόρνη
Για το θεό και τον Αδάμ εισ’ η Εύα.
Και τρίτο μάθημα: Είν’ ο σκοπός σου
δυστυχισμένο τον Αδάμ να κάνεις
και το θεό να ρίξεις απ' το θρόνο.
Τ’ άκουσες;
ΠΟΡΝΗ
Τ' άκουσα καλά κύριέ μου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και από τώρα θα με λες Εωσφόρο.
Τράβα. Και μην ξεχάσεις ό,τι σούπα.
ΠΟΡΝΗ
(Πηγαίνοντας προς την πόρτα σεινάμενη και κουνάμενη)
Αδάμ δυστυχής-θεός δίχως θρόνο…
Αδάμ δυστυχής-θεός δίχως θρόνο...
Αδάμ δυστυχής-θεός δίχως θρόνο...
(Βγαίνει)
ΕΩΣ
Τέτοια φωτιά νερό ποιο θα τη σβήσει…
Φωτιά και κείνο θα γενεί μαζί της.
Είμαι ανεπανάληπτος. Και τώρα
να πάω. Οι άγγελοι με περιμένουν.
Δόξα στον παντοδύναμο Εωσφόρο!
(τέλος της τρίτης σκηνής και της πρώτης πράξης)
ΠΡ΄ΑΞΗ ΔΕΎΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΉ ΠΡΏΤΗ
ΠΟΡ Αδάμ με στέλνει ο Θεός.
ΑΔΑ Καλώς την.
Δεν άργησε καθόλου να το κάνει.
ΠΟΡ Τ’ είναι το που δεν άργησε να κάνει;
ΑΔΑ Μα… να σε πλάσει. Πώς θα σε φωνάζω;
ΠΟΡ Εύα.
ΑΔΑ Ωραίο είναι τ’ όνομά σου.
ΠΟΡ Τ’ όνομα βρήκες να μου πεις ωραίο;
Τόσα ωραία μου άλλα δεν τα βλέπεις;
ΑΔΑ Τα βλέπω και μ’ αρέσουνε. Μα έλα,
θέλω ετούτο κάπου να το βάλω.
Κι απ’ ότι μου ’χει πει ο Εωσφόρος
Γι αυτό το λόγο συ έχεις μια τρύπα.
Ναι… Να’ τη! Ακριβώς όπως μου τα ‘πε.
Για μένα ο θεός σ’ έπλασε αλήθεια.
ΠΟΡ Πήγαινε να μου φέρεις ένα μήλο.
ΑΔΑ Να ’τα! Εκεί 'ναι. Και σε περιμένουν.
Απ' όλα έχει ο καλός μας κήπος.
Όμως αργότερα. Τώρα σε θέλω.
ΠΟΡΤώρα πεινάω. Τώρα θέλω μήλο.
ΑΔΑ Πήγαινε να το πάρεις κι έλα πάλι.
ΠΟΡ Εσύ θέλω να πας να μου το φέρεις.
ΑΔΑ Αλλά γιατί; Ο θεός σου ’δωσε πόδια.
ΠΟΡ Ανάμεσα στα πόδια μου φυλάω
Την τρύπα που για σένα έχει φτιάξει
κι αν περπατώ πολύ μπορεί να πέσει.
ΑΔΑ Αν είναι για την τρύπα πάω αμέσως.
(βγαίνει τρέχοντας)
ΠΟΡ Αν ήξερες τι έχεις να τραβήξεις
Ποτέ σου δε θα ζήταγες γυναίκα.
Μ αυτή την τρύπα που ο Εωσφόρος
Ανάμεσα στα σκέλια μου έχει βάλει
Δούλο μου θα σε κάνω κακομοίρη.
Για να σ’ αφήνω να μου τη γεμίζεις
Πρώτα θα μου γεμίζεις το σακούλι
Της όποιας πεθυμιάς μου κάθε τόσο.
Όποια κι αν ειν’ αυτή κ ι όσο μεγάλη.
Ωραία η ζωή για τη γυναίκα.
Σ’ ευχαριστώ καλέ μου Εωσφόρε.
Κάτι θα κάνω αλήθεια και για σένα.
(μπαίνει ο Αδάμ με το μήλο)
Τί έρχεσαι κοντά μου; Δος το μήλο.
Τι-δε θα φάω πρώτα το φαΐ μου;
Ωραία που μυρίζει! Πώς μ’ αρέσει!
Υπάρχουν κι άλλα τέτοια ωραία φρούτα;
ΑΔΑ Πολλά και νόστιμα. Όρεξη να ’χεις.
Γεμάτος ο παράδεισος με φρούτα.
Θα σου τα δείξω να τα μάθεις όλα.
Θα κάνουμε μαζί καλή παρέα.
ΠΟΡ Θέλω να πιω νερό. Τράβα να φέρεις.
Αυτό εκεί ποτάμι δεν το λένε;
Τράβα λοιπόν και γέμισε τις φούχτες
Και δώσε μου να πιω.
ΑΔΑ Ναι… ξέρω… ξέρω-
Μην πεσ' η τρύπα σου…
(βγαίνει)
ΠΟΡ Τον κακομοίρη…
Μοιάζει να το ’μαθε το μάθημά του.
Ωραία η ζωή για τη γυναίκα!
…Τι άλλο να τον βάλω να μου κάνει…
Αλλά για σήμερα όχι. Τίποτ’ άλλο.
Καλή 'ταν η αρχή. Τώρα ας καθίσω
Να κάνει κείνο που ζητάει μαζί μου.
(δυνατά)
Έλα λοιπόν Αδάμ. Τώρα σ' αφήνω
Να βάλεις μέσα μου αυτό το πράγμα…
…Αλήθεια πώς το λες;
ΑΔΑ Δεν ξέρω ακόμα.
ΠΟΡ Μα όχι εδώ κατ' από τέτοιον ήλιο.
Πάμε στον ίσκιο εκείνου κει του δέντρου.
ΑΔΑ Πάμε !
(ο Αδάμ προχωρεί, η Εύα στέκεται)
ΠΟΡ Να περπατήσω θα μ’ αφήσεις;
ΑΔΑ Και γιατί όχι;
ΠΟΡ ...Μα θα πεσ’ η τρύπα.
ΑΔΑ Αλήθεια; Τότε να μην περπατήσεις.
(μονολογώντας)
Πολύ ευαίσθητη αυτή η τρύπα…
(στην Πόρνη)
Μα τί να γίνει πρέπει Εύα τότε;
ΠΟΡ Στην αγκαλιά σου να με κουβαλήσεις.
ΑΔΑ Δεν έχω δει κανέν’ από τα ζώα
να κουβαλάει έτσι κάποιο άλλο.
ΠΟΡ Λοιπόν θα είσαι ο πρώτος να το κάνεις.
Εμείς είμαστε άνθρωποι-όχιζώα.
Μας έπλασε ο θεός σαν τον εαυτό του.
Κι αυτός-πού ξέρεις-ίσως έτσι κάνει.
ΑΔΑ Αλλά δεν έχει ο θεός γυναίκα.
ΠΟΡ Δεν είχε πριν με πλάσει. Τώρα έχει.
Άντε λοιπόν! θα πάμε ναι ή όχι;
ΑΔΑ Ναι. Πάμε.
(παίρνει την Πόρνη στα χέρια του)
Μα βαριά είσαι. Το ξέρεις;
ΠΟΡ Αν δε σ' αρέσω άφησε με κάτω.
ΑΔΑ Όχι!.. Μ’ αρέσεις Εύα μου, μ’ αρέσεις…
ΠΟΡ Και όχι "Εύα μου". Μονάχα Εύα.
(Πηγαίνουν πίσω από το δέντρο. Ακούγονται αντρικά μουγκρητά. Ξαναβγαίνουν)
Εύκολο ήτανε. Αυτό ήταν όλο;
ΑΔΑ Αυτό ήταν. Μα δε σ' άρεσε κι εσένα;
ΠΟΡ Όχι. Αλλά το μήλο ήταν ωραίο.
ΑΔΑ Αλλά και σένα πρέπει να σ’ αρέσει.
Αλλιώς να πω του θεού να φτιάξει άλλη.
Γιατί και σένα θέλω να σ’ αρέσει.
1ΙΟΡ
(φοβισμένη)
Μ' άρεσε. Πως... μου άρεσε… δε λέω…
ΑΔΑ Δεν το ’δειξες.
ΠΟΡ Τί έπρεπε να κάνω;
ΑΔΑ Θα ’πρεπε να βογκάς και να φωνάζεις.
ΠΟΡ Όμως Αδάμ, μια πέτρα μ' ενοχλούσε
Που κάτω από την πλάτη μου βρισκόταν.
ΑΔΑ Γιατί δεν το ’πες; Πάω να την πετάξω.
(βγαίνει)
ΠΟΡ Τι να μ' αρέσει.., άλλο πάλι τούτο…
Άκου θα πρέπει λέει να φωνάζω..
Καλά λοιπόν. Αφού τ’ αρέσει έτσι…
Λίγες στριγκλιές ακόμα παραπάνω…
ΑΔΑ
(η φωνή του πίσω από τα δέντρα)
Εύα τις πέταξα τις πέτρες! Έλα!
ΠΟΡ Πάλι Αδάμ;
ΑΔΑ Τι είπες; Δεν ακούω.
ΠΟΡ Τίποτα! Έρχομαι! Τι αγγαρεία…
(Πηγαίνει πίσω από το δέντρο και σε λίγο ακούγονται οι προσποιητές φωνές της).
Τέλος της πρώτης σκηνής
της δεύτερης πράξης)